- ἀπορρήξας
- ἀπορρήξᾱς , ἀπορρήγνυμιbreak offaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἀπορρήξᾱς , ἀπορρήσσωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδιώ — κυδιῶ, άω (Α) 1. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ 2. προχωρώ καμαρωτά, καμαρώνω («ὡς δ ὅτε τις στατὸς ἵππος... δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων... κυδιόων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος. Ο τ. τής μτχ. κυδιόων σχηματίστηκε με την κατάλ … Dictionary of Greek